↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπύκνωση οι συμπυκνώσεις
      γενική της συμπύκνωσης* των συμπυκνώσεων
    αιτιατική τη συμπύκνωση τις συμπυκνώσεις
     κλητική συμπύκνωση συμπυκνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπυκνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπύκνωση < συμπυκνώ(νω) + -ση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /simˈbi.kno.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπύ‐κνω‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπύκνωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία