συμπύκνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπύκνωση | οι | συμπυκνώσεις |
γενική | της | συμπύκνωσης* | των | συμπυκνώσεων |
αιτιατική | τη | συμπύκνωση | τις | συμπυκνώσεις |
κλητική | συμπύκνωση | συμπυκνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπυκνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπύκνωση < συμπυκνώ(νω) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /simˈbi.kno.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπύ‐κνω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπύκνωση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του συμπυκνώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπύκνωση
Πηγές
επεξεργασία- συμπύκνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας