εξάτμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάτμιση | οι | εξατμίσεις |
γενική | της | εξάτμισης* | των | εξατμίσεων |
αιτιατική | την | εξάτμιση | τις | εξατμίσεις |
κλητική | εξάτμιση | εξατμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξατμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξάτμιση < (ελληνιστική κοινή) ἐξάτμισις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξάτμιση θηλυκό
- (φυσική) το φυσικό φαινόμενο της εξαέρωσης κατά το οποίο μετατρέπεται σε αέριο μόνο η επιφάνεια του υγρού
- απαγωγό εξάρτημα κινητήρα εσωτερικής καύσης από το οποίο αποβάλλονται τα αέρια υπόλοιπα της καύσης
- (αργκό): ο βαρύς αναστεναγμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- εξάτμιση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μορφή εξαέρωσης