εξατμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξατμίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεξατμίζω
- κάνω ένα υγρό να ζεσταθεί και να μετατραπεί σε αέριο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξατμίζω | εξάτμιζα | θα εξατμίζω | να εξατμίζω | εξατμίζοντας | |
β' ενικ. | εξατμίζεις | εξάτμιζες | θα εξατμίζεις | να εξατμίζεις | εξάτμιζε | |
γ' ενικ. | εξατμίζει | εξάτμιζε | θα εξατμίζει | να εξατμίζει | ||
α' πληθ. | εξατμίζουμε | εξατμίζαμε | θα εξατμίζουμε | να εξατμίζουμε | ||
β' πληθ. | εξατμίζετε | εξατμίζατε | θα εξατμίζετε | να εξατμίζετε | εξατμίζετε | |
γ' πληθ. | εξατμίζουν(ε) | εξάτμιζαν εξατμίζαν(ε) |
θα εξατμίζουν(ε) | να εξατμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάτμισα | θα εξατμίσω | να εξατμίσω | εξατμίσει | ||
β' ενικ. | εξάτμισες | θα εξατμίσεις | να εξατμίσεις | εξάτμισε | ||
γ' ενικ. | εξάτμισε | θα εξατμίσει | να εξατμίσει | |||
α' πληθ. | εξατμίσαμε | θα εξατμίσουμε | να εξατμίσουμε | |||
β' πληθ. | εξατμίσατε | θα εξατμίσετε | να εξατμίσετε | εξατμίστε | ||
γ' πληθ. | εξάτμισαν εξατμίσαν(ε) |
θα εξατμίσουν(ε) | να εξατμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξατμίσει | είχα εξατμίσει | θα έχω εξατμίσει | να έχω εξατμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξατμίσει | είχες εξατμίσει | θα έχεις εξατμίσει | να έχεις εξατμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξατμίσει | είχε εξατμίσει | θα έχει εξατμίσει | να έχει εξατμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξατμίσει | είχαμε εξατμίσει | θα έχουμε εξατμίσει | να έχουμε εξατμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξατμίσει | είχατε εξατμίσει | θα έχετε εξατμίσει | να έχετε εξατμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξατμίσει | είχαν εξατμίσει | θα έχουν εξατμίσει | να έχουν εξατμίσει |
|