evaporate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | evaporate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | evaporates |
αόριστος | evaporated |
παθητική μετοχή | evaporated |
ενεργητική μετοχή | evaporating |
Ρήμα
επεξεργασίαevaporate (en)
ενεστώτας | evaporate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | evaporates |
αόριστος | evaporated |
παθητική μετοχή | evaporated |
ενεργητική μετοχή | evaporating |
evaporate (en)