μετατρέπομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.taˈtɾe.po.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐τρέ‐πο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μετατρέπομαι, π.αόρ.: μετατράπηκα
- παθητική φωνή του ρήματος μετατρέπω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μετατρέπομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος μετατρέπω