Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
échappement échappements

échappement (fr) αρσενικό

  1. η εξάτμιση αυτοκινήτου
  2. το πλήκτρο escape στο πληκτρολόγιο ηλεκτρονικού υπολογιστή