Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
escape escapes

escape (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δραπέτευση, η διαφυγή
    ⮡  Who organized their escape?
    Ποιος οργάνωσε τη δραπέτευση τους;
    ⮡  escape routes in case of fire - οδεύσεις διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς
     συνώνυμα: getaway
  2. το πλήκτρο "Esc" στο πληκτρολόγιο των υπολογιστών

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας escape
γ΄ ενικό ενεστώτα escapes
αόριστος escaped
παθητική μετοχή escaped
ενεργητική μετοχή escaping

escape (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) δραπετεύω, το σκάω, φεύγω από μέρος όπου ήμουν κρατούμενος ή δεν μου επιτρέπεται να φύγω
    ⮡  Two prisoners escaped.
    Δραπέτευσαν δυο κρατούμενοι.
    ⮡  The robbers escaped with a stolen car.
    Οι ληστές το 'σκασαν με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flee
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεφεύγω, αποφεύγω κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο
    ⮡  You will be lucky if you escape punishment this time.
    Θα είσαι τυχερός αν ξεφύγεις την τιμωρία αυτή τη φορά.
    ⮡  He escaped paying taxes.
    Απόφυγε να πληρώσει φόρους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη avoid
  3. (αμετάβατο) ξεφεύγω, για αέρια, υγρά κτλ. που βγαίνουν από ένα δοχείο, ειδικά μέσα από μια τρύπα
    ⮡  Somewhere there’s gas escaping.
    Κάπου ξεφεύγει γκάζι.
  4. διαφεύγω (για κάτι που δεν μπορούμε να θυμηθούμε)
  5. (πληροφορική) σταματώ μια διεργασία πατώντας το πλήκτρο "Esc" ή κάποιο άλλο συνδυασμό πλήκτρων