escape
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
escape | escapes |
escape (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δραπέτευση, η διαφυγή
- το πλήκτρο "Esc" στο πληκτρολόγιο των υπολογιστών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | escape |
γ΄ ενικό ενεστώτα | escapes |
αόριστος | escaped |
παθητική μετοχή | escaped |
ενεργητική μετοχή | escaping |
escape (en)
- δραπετεύω, το σκάω
- αποφεύγω κάτι δυσάρεστο
- ξεφεύγω από κάτι
- διαφεύγω (για κάτι που δεν μπορούμε να θυμηθούμε)
- (πληροφορική) σταματώ μια διεργασία πατώντας το πλήκτρο "Esc" ή κάποιο άλλο συνδυασμό πλήκτρων
Πηγές
επεξεργασία- escape (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- escape (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 248. ISBN 9780194325684., λήμμα: δραπέτευση