ενεστώτας avoid
γ΄ ενικό ενεστώτα avoids
αόριστος avoided
παθητική μετοχή avoided
ενεργητική μετοχή avoiding

avoid (en)

  1. εμποδίζω, αποτρέπω να συμβεί κάτι κακό
      I avoided a dispute.
    Εμπόδισα μια φιλονικία.
      We must join together to avoid a new war.
    Πρέπει να ενωθούμε για ν' αποτρέψουμε έναν καινούριο πόλεμο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη prevent
  2. αποφεύγω, προσπαθώ να κρατηθώ μακριά από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό
      We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
    Αλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.
      Don’t avoid the topic!
    Μην αποφύγεις το θέμα.
      It was a forced decision that could not be avoided.
    Ήταν μια αναγκαστική απόφαση που δεν μπορούσε να αποφευχθεί.
     συνώνυμα:  avert, elude, escape, evade, dodge, sidestep και skirt