avoid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | avoid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | avoids |
αόριστος | avoided |
παθητική μετοχή | avoided |
ενεργητική μετοχή | avoiding |
Ρήμα
επεξεργασίαavoid (en)
- εμποδίζω, αποτρέπω να συμβεί κάτι κακό
- αποφεύγω, προσπαθώ να κρατηθώ μακριά από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό