avoid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | avoid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | avoids |
αόριστος | avoided |
παθητική μετοχή | avoided |
ενεργητική μετοχή | avoiding |
Ρήμα
επεξεργασίαavoid (en)
- εμποδίζω, αποτρέπω να συμβεί κάτι κακό
- αποφεύγω, προσπαθώ να κρατηθώ μακριά από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό
- ⮡ We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
- Αλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.
- ⮡ Don’t avoid the topic!
- Μην αποφύγεις το θέμα.
- ⮡ It was a forced decision that could not be avoided.
- Ήταν μια αναγκαστική απόφαση που δεν μπορούσε να αποφευχθεί.
- ≈ συνώνυμα: avert, elude, escape, evade, dodge, sidestep και skirt
- ⮡ We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.