ενεστώτας avert
γ΄ ενικό ενεστώτα averts
αόριστος averted
παθητική μετοχή averted
ενεργητική μετοχή averting

avert (en) (επίσημο)

  1. αποτρέπω, προλαβαίνω, αποσοβώ, εμποδίζω μια δυσάρεστη εξέλιξη
      I averted a serious accident.
    Απέτρεψα/Πρόλαβα ένα σοβαρό ατύχημα.
      At the last moment, a split of the party was averted.
    Την τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος.
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις avoid και prevent
  2. αποστρέφω
      She averts her eyes.
    Αποστρέφει το βλέμμα της.