Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

avert (en)

  1. αποστρέφω
    she averts her eyes - αποστρέφει το βλέμμα της
  2. αποτρέπω (εμποδίζω μια δυσάρεστη εξέλιξη), προλαβαίνω, αποσοβώ