Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
prevent
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
prevent
(en)
εμποδίζω
να συμβεί κάτι,
αποτρέπω
ένα γεγονός
regulation cannot always
prevent
a bad outcome
εμποδίζω
κάποιον να κάνει κάτι, τον
σταματώ
his injury hasn't prevented him from playing football