ενεστώτας prevent
γ΄ ενικό ενεστώτα prevents
αόριστος prevented
παθητική μετοχή prevented
ενεργητική μετοχή preventing

prevent (en)

  • εμποδίζω, αποτρέπω, προλαβαίνω, αποσοβώ, σταματώ κάποιον από το να κάνει κάτι· σταματώ κάτι να συμβεί
    ⮡  What prevented you from going?
    Τι σε εμπόδισε να πας;
    ⮡  We must join forces to prevent a new war.
    Πρέπει να ενωθούμε για ν' αποτρέψουμε έναν καινούριο πόλεμο.
    ⮡  I prevented him from making a blunder.
    Τον πρόλαβα να μην κάνει καμία γκάφα.
    ⮡  At the last moment, the split of the party was prevented.
    Την τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος.

Συνώνυμα

επεξεργασία