Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

prevent (en)

  1. εμποδίζω να συμβεί κάτι, αποτρέπω ένα γεγονός
    regulation cannot always prevent a bad outcome
  2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, τον σταματώ
    his injury hasn't prevented him from playing football