αποσοβώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσοβώ < αρχαία ελληνική ἀποσοβέω / ἀποσοβῶ < σοβέω / σοβῶ
Ρήμα
επεξεργασίααποσοβώ (παθητική φωνή: αποσοβούμαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσοβώ | αποσοβούσα | θα αποσοβώ | να αποσοβώ | αποσοβώντας | |
β' ενικ. | αποσοβείς | αποσοβούσες | θα αποσοβείς | να αποσοβείς | (αποσόβει) | |
γ' ενικ. | αποσοβεί | αποσοβούσε | θα αποσοβεί | να αποσοβεί | ||
α' πληθ. | αποσοβούμε | αποσοβούσαμε | θα αποσοβούμε | να αποσοβούμε | ||
β' πληθ. | αποσοβείτε | αποσοβούσατε | θα αποσοβείτε | να αποσοβείτε | αποσοβείτε | |
γ' πληθ. | αποσοβούν(ε) | αποσοβούσαν(ε) | θα αποσοβούν(ε) | να αποσοβούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσόβησα | θα αποσοβήσω | να αποσοβήσω | αποσοβήσει | ||
β' ενικ. | αποσόβησες | θα αποσοβήσεις | να αποσοβήσεις | αποσόβησε | ||
γ' ενικ. | αποσόβησε | θα αποσοβήσει | να αποσοβήσει | |||
α' πληθ. | αποσοβήσαμε | θα αποσοβήσουμε | να αποσοβήσουμε | |||
β' πληθ. | αποσοβήσατε | θα αποσοβήσετε | να αποσοβήσετε | αποσοβήστε | ||
γ' πληθ. | αποσόβησαν αποσοβήσαν(ε) |
θα αποσοβήσουν(ε) | να αποσοβήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσοβήσει | είχα αποσοβήσει | θα έχω αποσοβήσει | να έχω αποσοβήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσοβήσει | είχες αποσοβήσει | θα έχεις αποσοβήσει | να έχεις αποσοβήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσοβήσει | είχε αποσοβήσει | θα έχει αποσοβήσει | να έχει αποσοβήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσοβήσει | είχαμε αποσοβήσει | θα έχουμε αποσοβήσει | να έχουμε αποσοβήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσοβήσει | είχατε αποσοβήσει | θα έχετε αποσοβήσει | να έχετε αποσοβήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσοβήσει | είχαν αποσοβήσει | θα έχουν αποσοβήσει | να έχουν αποσοβήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσοβώ
|