Δείτε επίσης: ἀποσοβῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσοβώ < αρχαία ελληνική ἀποσοβέω / ἀποσοβῶ < σοβέω / σοβῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αποσοβώ (παθητική φωνή: αποσοβούμαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία