αποσόβηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσόβηση | οι | αποσοβήσεις |
γενική | της | αποσόβησης* | των | αποσοβήσεων |
αιτιατική | την | αποσόβηση | τις | αποσοβήσεις |
κλητική | αποσόβηση | αποσοβήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσοβήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσόβηση < (ελληνιστική κοινή) ἀποσόβησις < ἀποσοβέω-ῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσόβηση θηλυκό
- η απομάκρυνση ενός κακού, η αποτροπή ενός κινδύνου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσόβηση
|