Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποσοβέω < ἀπό + σόβη = ουρά

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποσοβέω

  1. διώχνω κάποιον μακριά φοβίζοντάς τον , όπως πχ κάνουμε με τα πουλιά
  2. (αμετάβατο) φεύγω μακριά

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883