Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀποσοβέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Αναφορές
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀποσοβέω
<
ἀπό
+ σόβη = ουρά
Ρήμα
επεξεργασία
ἀποσοβέω
διώχνω
κάποιον μακριά φοβίζοντάς τον , όπως πχ κάνουμε με τα πουλιά
(
αμετάβατο
)
φεύγω
μακριά
Αναφορές
επεξεργασία
Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883