preclude
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
preclude (en)
- (μεταβατικό) αποκλείω (μια πιθανότητα), προλαβαίνω (κάτι άσχημο)
- the sky is clear, but that doesn’t preclude the possibility of a rain - ο ουρανός είναι καθαρός, αλλά αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα να βρέξει