Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɹɛˈkluːd/
 

preclude (en)

  • (μεταβατικό) αποκλείω (μια πιθανότητα), προλαβαίνω (κάτι άσχημο)
    ⮡  the sky is clear, but that doesn’t preclude the possibility of a rain
    ο ουρανός είναι καθαρός, αλλά αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα να βρέξει

Παράγωγα

επεξεργασία