δραπέτευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δραπέτευση | οι | δραπετεύσεις |
γενική | της | δραπέτευσης* | των | δραπετεύσεων |
αιτιατική | τη | δραπέτευση | τις | δραπετεύσεις |
κλητική | δραπέτευση | δραπετεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δραπετεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δραπέτευση < δραπετεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
δραπέτευση θηλυκό
- η ενέργεια του δραπετεύω