flee
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | flee |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flees |
αόριστος | fled |
παθητική μετοχή | fled |
ενεργητική μετοχή | fleeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαflee (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) φεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, το σκάω, φεύγω από ένα πρόσωπο ή μέρος πολύ γρήγορα, ειδικά επειδή φοβάμαι έναν πιθανό κίνδυνο
- ⮡ He fled the country to avoid arrest.
- Έφυγε από τη χώρα για να μη συλληφθεί.
- ⮡ Six prisoners managed to flee.
- Έξι κρατούμενοι κατάφεραν να ξεφύγουν.
- ⮡ Two prisoners fled.
- Δραπέτευσαν δυο κρατούμενοι.
- ⮡ He fled the city.
- Το 'σκασε από τη πόλη.
- ≈ συνώνυμα: break free, break loose, break out, clear out, escape, get away, make off, run away και run off
- ⮡ He fled the country to avoid arrest.
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- flee - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω