Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας make off
γ΄ ενικό ενεστώτα makes off
αόριστος made off
παθητική μετοχή made off
ενεργητική μετοχή making off

  Ετυμολογία επεξεργασία

make off < → δείτε τις λέξεις make και off

  Ρήμα επεξεργασία

make off (en)

Παράγωγα επεξεργασία