Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

το σκάω < → δείτε τις λέξεις το και σκάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /to‿ˈska.o/

  Έκφραση επεξεργασία

το σκάω, πρτ.: το 'σκαγα (το έσκαγα), αόρ.: το 'σκασα (το έσκασα) → δείτε την κλίση στο σκάω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία