το σκάω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
το σκάω, πρτ.: το 'σκαγα (το έσκαγα), αόρ.: το 'σκασα (το έσκασα) → δείτε την κλίση στο σκάω
- (προφορικό) δραπετεύω, φεύγω χωρίς να με δει κανείς, φεύγω βιαστικά (συνήθως) για να γλυτώσω από κάτι