make off with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | make off with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes off with |
αόριστος | made off with |
παθητική μετοχή | made off with |
ενεργητική μετοχή | making off with |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmake off with (en)
- (μεταβατικό) κλέβω και δραπετεύω γρήγορα, το σκάω με κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- make off with - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω