steal
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | steal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steals |
αόριστος | stole |
παθητική μετοχή | stolen |
ενεργητική μετοχή | stealing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
steal (en)