Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stealing stealings

stealing (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη theft

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

stealing (en)