Ετυμολογία

επεξεργασία
with < (κληρονομημένο) μέση αγγλική with < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική wiþ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /wɪθ/ & /wɪð/
 

  Πρόθεση

επεξεργασία

with (en)

  1. με
  2. μαζί
    ⮡  Why are you so aggressive with her?
    Γιατί είσαι τόσο επιθετικός μαζί της;
    ⮡  Look with me for the keys.
    Ψάξε μαζί μου για τα κλειδιά.

Δείτε επίσης

επεξεργασία