with
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- with < (κληρονομημένο) μέση αγγλική with < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική wiþ
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθεση
επεξεργασία
with (en)
- με
- μαζί
- ⮡ Why are you so aggressive with her?
- Γιατί είσαι τόσο επιθετικός μαζί της;
- ⮡ Look with me for the keys.
- Ψάξε μαζί μου για τα κλειδιά.
- ⮡ Why are you so aggressive with her?