ενεστώτας run away
γ΄ ενικό ενεστώτα runs away
αόριστος ran away
παθητική μετοχή run away
ενεργητική μετοχή running away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
run away < → δείτε τις λέξεις run και away

run away (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σκάζω