Δείτε επίσης: runoff
ενεστώτας run off
γ΄ ενικό ενεστώτα runs off
αόριστος ran off
παθητική μετοχή run off
ενεργητική μετοχή running off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις run και off

run off (en)

  1. φεύγω γρήγορα από κάπου, το σκάω, παίρνω δρόμο
    ⮡  He ran off with the cash.
    Το έσκασε με το ταμείο.
    ⮡  When they say us, they ran off.
    Όταν μας είδαν το έσκασαν.
    ⮡  When he saw me he ran off.
    Όταν με είδα πήρε δρόμο.
     συνώνυμα: run away, → και δείτε τη λέξη flee
  2. (ιδιωματισμός) κάνω φωτοαντίγραφα
    ⮡  Can you run off some photocopies?
    Μπορείς να κάνεις φωτοαντίγραφα;
  3. (για υγρό) χύνομαι
    ⮡  The tea boiled and ran off into the saucer.
    Το τσάι ξεχείλισε και χύθηκε στο πιατάκι.