χύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος χύνω
Ρήμα
επεξεργασίαχύνομαι
- διασκορπίζομαι
- ξεχειλίζω
- ορμώ παράφορα σαν ποταμός
- Ο κόσμος χύθηκε στους δρόμους
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χύνομαι | χυνόμουν(α) | θα χύνομαι | να χύνομαι | ||
β' ενικ. | χύνεσαι | χυνόσουν(α) | θα χύνεσαι | να χύνεσαι | (χύνου) | |
γ' ενικ. | χύνεται | χυνόταν(ε) | θα χύνεται | να χύνεται | ||
α' πληθ. | χυνόμαστε | χυνόμαστε χυνόμασταν |
θα χυνόμαστε | να χυνόμαστε | ||
β' πληθ. | χύνεστε | χυνόσαστε χυνόσασταν |
θα χύνεστε | να χύνεστε | (χύνεστε) | |
γ' πληθ. | χύνονται | χύνονταν χυνόντουσαν |
θα χύνονται | να χύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χύθηκα | θα χυθώ | να χυθώ | χυθεί | ||
β' ενικ. | χύθηκες | θα χυθείς | να χυθείς | χύσου | ||
γ' ενικ. | χύθηκε | θα χυθεί | να χυθεί | |||
α' πληθ. | χυθήκαμε | θα χυθούμε | να χυθούμε | |||
β' πληθ. | χυθήκατε | θα χυθείτε | να χυθείτε | χυθείτε | ||
γ' πληθ. | χύθηκαν χυθήκαν(ε) |
θα χυθούν(ε) | να χυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χυθεί | είχα χυθεί | θα έχω χυθεί | να έχω χυθεί | χυμένος | |
β' ενικ. | έχεις χυθεί | είχες χυθεί | θα έχεις χυθεί | να έχεις χυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χυθεί | είχε χυθεί | θα έχει χυθεί | να έχει χυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χυθεί | είχαμε χυθεί | θα έχουμε χυθεί | να έχουμε χυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χυθεί | είχατε χυθεί | θα έχετε χυθεί | να έχετε χυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χυθεί | είχαν χυθεί | θα έχουν χυθεί | να έχουν χυθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χυμένος - είμαστε, είστε, είναι χυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χυμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χύνομαι
|