Ετυμολογία

επεξεργασία
χύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος χύνω

χύνομαι

  1. διασκορπίζομαι
  2. ξεχειλίζω
  3. ορμώ παράφορα σαν ποταμός
    Ο κόσμος χύθηκε στους δρόμους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία