Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος χύνω

  Ρήμα επεξεργασία

χύνομαι

  1. διασκορπίζομαι
  2. ξεχειλίζω
  3. ορμώ παράφορα σαν ποταμός
    Ο κόσμος χύθηκε στους δρόμους

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία