ξεχειλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχειλίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεχειλίζω < ξέχειλος + -ίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.çiˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐χει‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεχειλίζω, πρτ.: ξεχείλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεχειλίσω, αόρ.: ξεχείλισα, μτχ.π.π.: ξεχειλισμένος
- για υγρό που υπερβαίνει το στόμιο του δοχείου και τείνει να χυθεί προς τα έξω
- για δοχείο που είναι υπερπλήρες από κάποιο υγρό
- (μεταβατικό) γεμίζω μέχρι επάνω ένα δοχείο, ώστε το υγρό να αρχίσει να χύνεται
- ※ Έστριψε το μουστάκι του, ξεχείλισε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, το 'πιε μονορούφι. (Νίκος Καζαντζάκης Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) για κάποιον ή κάτι που είναι υπερπλήρης από ένα συναίσθημα, διάθεση, χάρισμα κ.λπ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχειλίζω | ξεχείλιζα | θα ξεχειλίζω | να ξεχειλίζω | ξεχειλίζοντας | |
β' ενικ. | ξεχειλίζεις | ξεχείλιζες | θα ξεχειλίζεις | να ξεχειλίζεις | ξεχείλιζε | |
γ' ενικ. | ξεχειλίζει | ξεχείλιζε | θα ξεχειλίζει | να ξεχειλίζει | ||
α' πληθ. | ξεχειλίζουμε | ξεχειλίζαμε | θα ξεχειλίζουμε | να ξεχειλίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεχειλίζετε | ξεχειλίζατε | θα ξεχειλίζετε | να ξεχειλίζετε | ξεχειλίζετε | |
γ' πληθ. | ξεχειλίζουν(ε) | ξεχείλιζαν ξεχειλίζαν(ε) |
θα ξεχειλίζουν(ε) | να ξεχειλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχείλισα | θα ξεχειλίσω | να ξεχειλίσω | ξεχειλίσει | ||
β' ενικ. | ξεχείλισες | θα ξεχειλίσεις | να ξεχειλίσεις | ξεχείλισε | ||
γ' ενικ. | ξεχείλισε | θα ξεχειλίσει | να ξεχειλίσει | |||
α' πληθ. | ξεχειλίσαμε | θα ξεχειλίσουμε | να ξεχειλίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεχειλίσατε | θα ξεχειλίσετε | να ξεχειλίσετε | ξεχειλίστε | ||
γ' πληθ. | ξεχείλισαν ξεχειλίσαν(ε) |
θα ξεχειλίσουν(ε) | να ξεχειλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεχειλίσει | είχα ξεχειλίσει | θα έχω ξεχειλίσει | να έχω ξεχειλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεχειλίσει | είχες ξεχειλίσει | θα έχεις ξεχειλίσει | να έχεις ξεχειλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχειλίσει | είχε ξεχειλίσει | θα έχει ξεχειλίσει | να έχει ξεχειλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχειλίσει | είχαμε ξεχειλίσει | θα έχουμε ξεχειλίσει | να έχουμε ξεχειλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχειλίσει | είχατε ξεχειλίσει | θα έχετε ξεχειλίσει | να έχετε ξεχειλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχειλίσει | είχαν ξεχειλίσει | θα έχουν ξεχειλίσει | να έχουν ξεχειλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχειλίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεχειλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας