ξεχειλισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεχειλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεχειλίζω
Μετοχή επεξεργασία
ξεχειλισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεχειλίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεχειλισμένος
|
ξεχειλισμένος, -η, -ο
|