↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεχειλισμένος η ξεχειλισμένη το ξεχειλισμένο
      γενική του ξεχειλισμένου της ξεχειλισμένης του ξεχειλισμένου
    αιτιατική τον ξεχειλισμένο την ξεχειλισμένη το ξεχειλισμένο
     κλητική ξεχειλισμένε ξεχειλισμένη ξεχειλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεχειλισμένοι οι ξεχειλισμένες τα ξεχειλισμένα
      γενική των ξεχειλισμένων των ξεχειλισμένων των ξεχειλισμένων
    αιτιατική τους ξεχειλισμένους τις ξεχειλισμένες τα ξεχειλισμένα
     κλητική ξεχειλισμένοι ξεχειλισμένες ξεχειλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεχειλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεχειλίζω

ξεχειλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία