ξέχειλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξέχειλος | η | ξέχειλη | το | ξέχειλο |
γενική | του | ξέχειλου | της | ξέχειλης | του | ξέχειλου |
αιτιατική | τον | ξέχειλο | την | ξέχειλη | το | ξέχειλο |
κλητική | ξέχειλε | ξέχειλη | ξέχειλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξέχειλοι | οι | ξέχειλες | τα | ξέχειλα |
γενική | των | ξέχειλων | των | ξέχειλων | των | ξέχειλων |
αιτιατική | τους | ξέχειλους | τις | ξέχειλες | τα | ξέχειλα |
κλητική | ξέχειλοι | ξέχειλες | ξέχειλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξέχειλος < ξεχειλίζω
Επίθετο
επεξεργασίαξέχειλος
- (για σκεύος) που το υγρό μέσα του, έχει φτάσει και έχει ξεπεράσει τα χείλη του
- ...και θωρώντας αφτό ο Δυσέας, ξέχειλο γιομίζει το ποτήρι με το κρασί, και χαιρετάει το θεϊκό Αχιλέα
- γενικά για επιφάνειες που πλημμυρίζουν από κάτι
- Κι' ο κάμπος ξέχειλος στρατό χαλκολαμποκοπούσε (Ιλιάδα, Υ, 156, απόδοση Αλέξανδρος Πάλλης)
- ... και το χλωμό πρόσωπο της μαυροφόρας χήρας στη μέση, με τα ζαρωμένα μουτράκια των γριών παραπέρα, όλη αυτή η δυστυχισμένη φαμελιά, τριγύριζε τον καμπουριασμένο και ξερακιανό χωριάτη, και τον έπνιγε με φωνές, με ξεφωνητά, με άδολη και ξέχειλη χαρά.