Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bord bords

bord (fr) αρσενικό

  1. η άκρη
  2. η περιφέρεια ενός κυκλικού αντικειμένου, πχ ενός πιάτου
  3. το μπορ, ο γύρος του καπέλου



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bord (no) ουδέτερο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bord (ga)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bord (no) ουδέτερο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bord (nl) ουδέτερο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bord (sv) ουδέτερο