Ετυμολογία

επεξεργασία
μπορ < (λόγιο δάνειο) γαλλική bord [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπορ ουδέτερο άκλιτο

  • (ενδυμασία) ο γύρος του καπέλου, το κυκλικό τμήμα του που προεξέχει ολόγυρα και δημιουργεί σκιά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία