rempli
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rempli | remplis |
θηλυκό | remplie | remplies |
Μετοχή επεξεργασία
rempli (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη remplir
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rempli | remplis |
θηλυκό | remplie | remplies |
rempli (fr)