↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκασμένος η σκασμένη το σκασμένο
      γενική του σκασμένου της σκασμένης του σκασμένου
    αιτιατική τον σκασμένο τη σκασμένη το σκασμένο
     κλητική σκασμένε σκασμένη σκασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκασμένοι οι σκασμένες τα σκασμένα
      γενική των σκασμένων των σκασμένων των σκασμένων
    αιτιατική τους σκασμένους τις σκασμένες τα σκασμένα
     κλητική σκασμένοι σκασμένες σκασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκάω, σκάζω

σκασμένος, -η, -ο

  1. που έχει σκάσει, εκραγεί ή ξεφουσκώσει βίαια
    ένα σκασμένο λάστιχο, ένα σκασμένο μπαλόνι
  2. πολύ στενοχωρημένος ή εκνευρισμένος
    άσε με, μου χάλασε πάλι το αυτοκίνητο και είμαι σκασμένος
  3. χαρακτηρισμός για κάποιον, συνήθως παιδί, που το θεωρούμε ίσως ενοχλητικό αλλά χαριτωμένο
    βρε τα σκασμένα τα διαβολόπαιδα, τι πήγανε πάλι και σκαρώσανε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία