σκασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκάω, σκάζω
Μετοχή
επεξεργασίασκασμένος, -η, -ο
- που έχει σκάσει, εκραγεί ή ξεφουσκώσει βίαια
- ένα σκασμένο λάστιχο, ένα σκασμένο μπαλόνι
- πολύ στενοχωρημένος ή εκνευρισμένος
- άσε με, μου χάλασε πάλι το αυτοκίνητο και είμαι σκασμένος
- χαρακτηρισμός για κάποιον, συνήθως παιδί, που το θεωρούμε ίσως ενοχλητικό αλλά χαριτωμένο
- βρε τα σκασμένα τα διαβολόπαιδα, τι πήγανε πάλι και σκαρώσανε