χορτάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χορτάτος | η | χορτάτη | το | χορτάτο |
γενική | του | χορτάτου | της | χορτάτης | του | χορτάτου |
αιτιατική | τον | χορτάτο | τη | χορτάτη | το | χορτάτο |
κλητική | χορτάτε | χορτάτη | χορτάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χορτάτοι | οι | χορτάτες | τα | χορτάτα |
γενική | των | χορτάτων | των | χορτάτων | των | χορτάτων |
αιτιατική | τους | χορτάτους | τις | χορτάτες | τα | χορτάτα |
κλητική | χορτάτοι | χορτάτες | χορτάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορτάτος < χορταίνω
Επίθετο
επεξεργασίαχορτάτος
- ο χορτασμένος από τροφή
- (μεταφορικά) ο χορτασμένος από πολυτέλεια ή από έρωτα, αυτός που δεν είναι στερημένος από κάτι σημαντικό