↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορτασμένος η χορτασμένη το χορτασμένο
      γενική του χορτασμένου της χορτασμένης του χορτασμένου
    αιτιατική τον χορτασμένο τη χορτασμένη το χορτασμένο
     κλητική χορτασμένε χορτασμένη χορτασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορτασμένοι οι χορτασμένες τα χορτασμένα
      γενική των χορτασμένων των χορτασμένων των χορτασμένων
    αιτιατική τους χορτασμένους τις χορτασμένες τα χορτασμένα
     κλητική χορτασμένοι χορτασμένες χορτασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χορτασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χορταίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xoɾ.taˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χορ‐τα‐σμέ‐νος

χορτασμένος, -η, -ο

  • ο χορτάτος, αυτός που έχει χορτάσει από κάτι (τροφή ή ό,τι άλλο έκρινε πως χρειαζόταν)
    ※  Μα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου. Θέλεις μοναχός σου ν’ ακούς τα πουλιά, μοναχός σου να είσαι χορτασμένος! Να ’ναι δικά σου όλα: γης, δέντρα, ήλιος, θάλασσα κι ανθρώποι.
    Κώστας Βάρναλης, Ο μονόλογος του Μώμου (greek‑language.gr), Ποιητική συλλογή Το φως που καίει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία