Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

παραθετικά
θετικός full
συγκριτικός fuller
υπερθετικός fullest

full (en)

  1. γεμάτος
    The street is full of bikes.
    Ο δρόμος είναι γεμάτος ποδήλατα.
  2. (ανεπίσημο) φαγωμένος, χόρτασα
    We were full so we didn’t go to the restaurant.
    Ήμασταν φαγωμένοι οπότε δεν πήγαμε στο εστιατόριο.

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία