Ετυμολογία

επεξεργασία
full blast < → δείτε τις λέξεις full και blast

  Έκφραση

επεξεργασία

full blast (en)

  • (ιδιωματισμός) στη διαπασών, με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση ή ισχύ
    ⮡  He had the radio on (at) full blast.
    Είχε το ράδιο στη διαπασών