full blast
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαfull blast (en)
- (ιδιωματισμός) στη διαπασών, με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση ή ισχύ
- ⮡ He had the radio on (at) full blast.
- Είχε το ράδιο στη διαπασών
- ⮡ He had the radio on (at) full blast.
Πηγές
επεξεργασία- blast (idioms): (at) full blast - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 225. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαπασών