Ετυμολογία

επεξεργασία
blast < μέση αγγλική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /blɑːst/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
blast blasts

blast (en)

  1. η έκρηξη
  2. η ριπή ανέμου, η δυνατή πνοή
    ⮡  a blast of hot air - μια δυνατή πνοή ζεστού αέρα
     συνώνυμα: gust
  3. ο δυνατός ξαφνικός ήχος

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας blast
γ΄ ενικό ενεστώτα blasts
αόριστος blasted
παθητική μετοχή blasted
ενεργητική μετοχή blasting

blast (en)