explode
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | explode |
γ΄ ενικό ενεστώτα | explodes |
αόριστος | exploded |
παθητική μετοχή | exploded |
ενεργητική μετοχή | exploding |
Ρήμα
επεξεργασίαexplode (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκρήγνυμαι, σκάω
ενεστώτας | explode |
γ΄ ενικό ενεστώτα | explodes |
αόριστος | exploded |
παθητική μετοχή | exploded |
ενεργητική μετοχή | exploding |
explode (en)