Δείτε επίσης: Explosion
      ενικός         πληθυντικός  
explosion explosions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

explosion (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έκρηξη, ο μετασχηματισμός μιας ουσίας σε αέρια προκαλώντας δυνατό κρότο και ισχυρά μηχανικά αποτελέσματα
    ⮡  He didn’t have time to get away from the spot of the explosion.
    Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το σημείο της έκρηξης.
  2. η έκρηξη, μεγάλη και απότομη αύξηση
    ⮡  a population explosion - πληθυσμιακή έκρηξη



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
explosion explosions

explosion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

explosion (sv)