explosion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
explosion | explosions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαexplosion (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έκρηξη, ο μετασχηματισμός μιας ουσίας σε αέρια προκαλώντας δυνατό κρότο και ισχυρά μηχανικά αποτελέσματα
- ⮡ He didn’t have time to get away from the spot of the explosion.
- Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το σημείο της έκρηξης.
- ⮡ He didn’t have time to get away from the spot of the explosion.
- η έκρηξη, μεγάλη και απότομη αύξηση
- ⮡ a population explosion - πληθυσμιακή έκρηξη
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
explosion | explosions |
explosion (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαexplosion (sv)
- η έκρηξη
- ≈ συνώνυμα: sprängning
- ≠ αντώνυμα: implosion