Δείτε επίσης: Implosion, implosión
      ενικός         πληθυντικός  
implosion implosions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
implosion < άμεσο δάνειο από την αγγλική implosion (1877) (μαρτυρείται από το 1897)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.plo.zjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

implosion (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία