explosive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαexplosive (en)
- εκρηκτικό, εκρηκτική ύλη
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
explosive | explosives |
explosive (fr) θηλυκό
explosive (en)
ενικός | πληθυντικός |
explosive | explosives |
explosive (fr) θηλυκό