πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκρηκτικός η εκρηκτική το εκρηκτικό
      γενική του εκρηκτικού της εκρηκτικής του εκρηκτικού
    αιτιατική τον εκρηκτικό την εκρηκτική το εκρηκτικό
     κλητική εκρηκτικέ εκρηκτική εκρηκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκρηκτικοί οι εκρηκτικές τα εκρηκτικά
      γενική των εκρηκτικών των εκρηκτικών των εκρηκτικών
    αιτιατική τους εκρηκτικούς τις εκρηκτικές τα εκρηκτικά
     κλητική εκρηκτικοί εκρηκτικές εκρηκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκρηκτικός, ήδη από το 1885[1] ως «ἐκρηκτική» (για ύλη) σε κείμενο του φυσικομαθηματικού Αναστασίου Κ. Δαμβέργη < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική explosif[2]
Μορφολογικά αναλύεται σε εκρηκ- (όπως στο ρήμα εκρήγνυμαι) + -τικός.

εκρηκτικός, -ή, -ό

  1. που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
  2. που μπορεί να καταστραφεί με έκρηξη
  3. (μεταφορικά) που εκδηλώνει με έντονο τρόπο συναισθήματα
    παράδειγμα  εκρηκτικός χαρακτήρας
  4. (μεταφορικά) που προκαλεί, που εξάπτει
    παράδειγμα  εκρηκτική ομορφιά

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη εκρήγνυμαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. εκρηκτικός, σελ.344, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
    Στε: Για τη σημείωση του Κουμανούδη σχετικά με το «Ἐκρηκτική χώρα» από τον Πτολεμαίο (Γεωγραφία, κεφάλαιο Θ' Κολχίδος θέσις) δείτε το λήμμα Ἐκριτική και την ανάλυση (pdf, σελ.66) του Ηλία Αναγνωστάκη στον 8ο τόμο (1989) στα Βυζαντινά Σύμμεικτα (αρχείο).
  2. εκρηκτικός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)