εξάπτω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξάπτω < αρχαία ελληνική < ἐξ + ἅπτω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈksa.ptɔ/
ΡήμαΕπεξεργασία
εξάπτω , στ.μέλλ.: θα εξάψω, αόρ.: εξήψα, παθ.φωνή: εξάπτομαι, μτχ.π.π.: εξημμένος
- (μεταβατικό) ερεθίζω, "ανάβω"
- αυτές οι διηγήσεις εξάπτουν τη φαντασία