Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξημμένος η εξημμένη το εξημμένο
      γενική του εξημμένου της εξημμένης του εξημμένου
    αιτιατική τον εξημμένο την εξημμένη το εξημμένο
     κλητική εξημμένε εξημμένη εξημμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξημμένοι οι εξημμένες τα εξημμένα
      γενική των εξημμένων των εξημμένων των εξημμένων
    αιτιατική τους εξημμένους τις εξημμένες τα εξημμένα
     κλητική εξημμένοι εξημμένες εξημμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του εξάπτω

  Μετοχή επεξεργασία

εξημμένος -η -ο

  1. που έχει έξαψη
  2. νευριασμένος, θυμωμένος, εκνευρισμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία