εξημμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του εξάπτω
Μετοχή επεξεργασία
εξημμένος -η -ο
- που έχει έξαψη
- νευριασμένος, θυμωμένος, εκνευρισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξημμένος
|
εξημμένος -η -ο
|