• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εξημμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική εξημμένος εξημμένη εξημμένο
γενική εξημμένου εξημμένης εξημμένου
αιτιατική εξημμένο εξημμένη εξημμένο
κλητική εξημμένε εξημμένη εξημμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εξημμένοι εξημμένες εξημμένα
γενική εξημμένων εξημμένων εξημμένων
αιτιατική εξημμένους εξημμένες εξημμένα
κλητική εξημμένοι εξημμένες εξημμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του εξάπτω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

εξημμένος -η -ο

  1. που έχει έξαψη
  2. νευριασμένος, θυμωμένος, εκνευρισμένος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξημμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξημμένος&oldid=3998979"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Αυγούστου 2018, στις 09:57

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Αυγούστου 2018, στις 09:57.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie