ενεστώτας excite
γ΄ ενικό ενεστώτα excites
αόριστος excited
παθητική μετοχή excited
ενεργητική μετοχή exciting

excite (en)

  1. ενθουσιάζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται πολύ ευχαριστημένος, ενδιαφέρον ή ενθουσιώδης, ειδικά για κάτι που πρόκειται να συμβεί
    The idea excited him.
    Τον ενθουσίασε η ιδέα.
    He’s excited easily.
    Ενθουσιάζεται εύκολα.
  2. αναστατώνω
  3. συγκινώ, εξάπτω, κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
    There’s nothing to get excited about.
    Δεν υπάρχει λόγος να συγκινείσαι.
    Modern art doesn’t excite me.
    Δεν με συγκινεί η μοντέρνα τέχνη.
    I excite envy/admiration in someone.
    Εξάπτω/Κινώ ζήλια/θαυμασμό σε κάποιον.
    a story that excites the imagination - μια ιστορία που διεγείρει τη φαντασία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse

Συγγενικά

επεξεργασία