- συγκινώ < αρχαία ελληνική συγκινέω / συγκινῶ < σύν + κινέω / κινῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική émouvoir)
- ΔΦΑ : /si.ɟiˈno/
συγκινώ (παθητική φωνή: συγκινούμαι)
- προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική φόρτιση
- συναρπάζω, προκαλώ το ενδιαφέρον
- επηρεάζω τα συναισθήματα κάποιου
- κάνω κάποιον να δακρύσει
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
συγκινήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
συγκινώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
συγκινώ
|
συγκινείς
|
συγκινεί
|
συγκινούμε
|
συγκινείτε
|
συγκινούν
|
παρατατικός
|
συγκινούσα
|
συγκινούσες
|
συγκινούσε
|
συγκινούσαμε
|
συγκινούσατε
|
συγκινούσαν
|
αόριστος
|
συγκίνησα
|
συγκίνησες
|
συγκίνησε
|
συγκινήσαμε
|
συγκινήσατε
|
συγκίνησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα συγκινώ
|
θα συγκινείς
|
θα συγκινεί
|
θα συγκινούμε
|
θα συγκινείτε
|
θα συγκινούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα συγκινήσω
|
θα συγκινήσεις
|
θα συγκινήσει
|
θα συγκινήσουμε
|
θα συγκινήσετε
|
θα συγκινήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω συγκινήσει
|
έχεις συγκινήσει
|
έχει συγκινήσει
|
έχουμε συγκινήσει
|
έχετε συγκινήσει
|
έχουν συγκινήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα συγκινήσει
|
είχες συγκινήσει
|
είχε συγκινήσει
|
είχαμε συγκινήσει
|
είχατε συγκινήσει
|
είχαν συγκινήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω συγκινήσει
|
θα έχεις συγκινήσει
|
θα έχει συγκινήσει
|
θα έχουμε συγκινήσει
|
θα έχετε συγκινήσει
|
θα έχουν συγκινήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να συγκινώ
|
να συγκινείς
|
να συγκινεί
|
να συγκινούμε
|
να συγκινείτε
|
να συγκινούν
|
αόριστος
|
να συγκινήσω
|
να συγκινήσεις
|
να συγκινήσει
|
να συγκινήσουμε
|
να συγκινήσετε
|
να συγκινήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω συγκινήσει
|
να έχεις συγκινήσει
|
να έχει συγκινήσει
|
να έχουμε συγκινήσει
|
να έχετε συγκινήσει
|
να έχουν συγκινήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
συγκίνει
|
|
|
συγκινείτε
|
|
αόριστος
|
|
συγκίνησε
|
|
|
συγκινήστε
|
|
|