Δείτε επίσης: συγκινῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκινώ < αρχαία ελληνική συγκινέω / συγκινῶ < σύν + κινέω / κινῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική émouvoir)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ɟiˈno/

  Ρήμα επεξεργασία

συγκινώ (παθητική φωνή: συγκινούμαι)

  1. προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική φόρτιση
  2. συναρπάζω, προκαλώ το ενδιαφέρον
  3. επηρεάζω τα συναισθήματα κάποιου
  4. κάνω κάποιον να δακρύσει

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία