Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκινέω < σύν + κινέω

συγκινέω-συγκινῶ

  1. κινώ μαζί, ανακατεύω (π.χ. φάρμακα)
  2. ταράζω
  3. μεσοπαθητικό: