Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκινέω < σύν + κινέω

  Ρήμα επεξεργασία

συγκινέω-συγκινῶ

  1. κινώ μαζί, ανακατεύω (π.χ. φάρμακα)
  2. ταράζω
  3. μεσοπαθητικό: