Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκινέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγκινέω
<
σύν
+
κινέω
Ρήμα
επεξεργασία
συγκινέω
-συγκινῶ
κινώ μαζί,
ανακατεύω
(π.χ. φάρμακα)
ταράζω
μεσοπαθητικό:
κινούμαι μαζί με κάποιον
συμπάσχω
,
συμπαθώ