συμπάσχω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπάσχω < αρχαία ελληνική συμπάσχω (συν- + πάσχω)
Ρήμα επεξεργασία
συμπάσχω
- πάσχω μαζί με άλλους ή για ένα πάθημά τους και συμμερίζομαι τον πόνο τους ή για ένα κοινό πάθημα που αφορά άμεσα και εμένα