κατασυγκινώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατασυγκινώ (παθητική φωνή: κατασυγκινούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- κατασυγκινημένος
- → δείτε τις λέξεις κατά και συγκινώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασυγκινώ | κατασυγκινούσα | θα κατασυγκινώ | να κατασυγκινώ | κατασυγκινώντας | |
β' ενικ. | κατασυγκινείς | κατασυγκινούσες | θα κατασυγκινείς | να κατασυγκινείς | (κατασυγκίνει) | |
γ' ενικ. | κατασυγκινεί | κατασυγκινούσε | θα κατασυγκινεί | να κατασυγκινεί | ||
α' πληθ. | κατασυγκινούμε | κατασυγκινούσαμε | θα κατασυγκινούμε | να κατασυγκινούμε | ||
β' πληθ. | κατασυγκινείτε | κατασυγκινούσατε | θα κατασυγκινείτε | να κατασυγκινείτε | κατασυγκινείτε | |
γ' πληθ. | κατασυγκινούν(ε) | κατασυγκινούσαν(ε) | θα κατασυγκινούν(ε) | να κατασυγκινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασυγκίνησα | θα κατασυγκινήσω | να κατασυγκινήσω | κατασυγκινήσει | ||
β' ενικ. | κατασυγκίνησες | θα κατασυγκινήσεις | να κατασυγκινήσεις | κατασυγκίνησε | ||
γ' ενικ. | κατασυγκίνησε | θα κατασυγκινήσει | να κατασυγκινήσει | |||
α' πληθ. | κατασυγκινήσαμε | θα κατασυγκινήσουμε | να κατασυγκινήσουμε | |||
β' πληθ. | κατασυγκινήσατε | θα κατασυγκινήσετε | να κατασυγκινήσετε | κατασυγκινήστε | ||
γ' πληθ. | κατασυγκίνησαν κατασυγκινήσαν(ε) |
θα κατασυγκινήσουν(ε) | να κατασυγκινήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασυγκινήσει | είχα κατασυγκινήσει | θα έχω κατασυγκινήσει | να έχω κατασυγκινήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασυγκινήσει | είχες κατασυγκινήσει | θα έχεις κατασυγκινήσει | να έχεις κατασυγκινήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασυγκινήσει | είχε κατασυγκινήσει | θα έχει κατασυγκινήσει | να έχει κατασυγκινήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασυγκινήσει | είχαμε κατασυγκινήσει | θα έχουμε κατασυγκινήσει | να έχουμε κατασυγκινήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασυγκινήσει | είχατε κατασυγκινήσει | θα έχετε κατασυγκινήσει | να έχετε κατασυγκινήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασυγκινήσει | είχαν κατασυγκινήσει | θα έχουν κατασυγκινήσει | να έχουν κατασυγκινήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασυγκινώ
|