Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασυγκινώ < κατά + συγκινώ

κατασυγκινώ (παθητική φωνή: κατασυγκινούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία