Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκινημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συγκινημέν
ος
η
συγκινημέν
η
το
συγκινημέν
ο
γενική
του
συγκινημέν
ου
της
συγκινημέν
ης
του
συγκινημέν
ου
αιτιατική
τον
συγκινημέν
ο
τη
συγκινημέν
η
το
συγκινημέν
ο
κλητική
συγκινημέν
ε
συγκινημέν
η
συγκινημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συγκινημέν
οι
οι
συγκινημέν
ες
τα
συγκινημέν
α
γενική
των
συγκινημέν
ων
των
συγκινημέν
ων
των
συγκινημέν
ων
αιτιατική
τους
συγκινημέν
ους
τις
συγκινημέν
ες
τα
συγκινημέν
α
κλητική
συγκινημέν
οι
συγκινημέν
ες
συγκινημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγκινημένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
συγκινημένος, -η, -ο
αυτός που έχει συγκινηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκινημένος
γαλλικά
:
ému
(fr)
,
touché
(fr)
ιταλικά
:
eccitato
(it)