↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκινημένος η συγκινημένη το συγκινημένο
      γενική του συγκινημένου της συγκινημένης του συγκινημένου
    αιτιατική τον συγκινημένο τη συγκινημένη το συγκινημένο
     κλητική συγκινημένε συγκινημένη συγκινημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκινημένοι οι συγκινημένες τα συγκινημένα
      γενική των συγκινημένων των συγκινημένων των συγκινημένων
    αιτιατική τους συγκινημένους τις συγκινημένες τα συγκινημένα
     κλητική συγκινημένοι συγκινημένες συγκινημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκινημένος < λείπει η ετυμολογία

συγκινημένος, -η, -ο

  • αυτός που έχει συγκινηθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία